καθήλωσις

καθήλωσις
καθήλ-ωσις, εως, ,
A nailing on, ἀσθενὴς [τῶν ἥλων] γίνεται ἡ κ. Hero Bel.95.6, cf. Sm., Thd.Ez.7.23, PLond.3.1177.239(ii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καθήλωσις — nailing on fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθηλώσεις — καθήλωσις nailing on fem nom/voc pl (attic epic) καθήλωσις nailing on fem nom/acc pl (attic) καθηλόω nail on aor subj act 2nd sg (epic) καθηλόω nail on fut ind act 2nd sg καθηλόω nail on aor subj act 2nd sg (epic) καθηλόω nail on fut ind act 2nd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθήλωσιν — καθήλωσις nailing on fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρυπάρης — Επώνυμο δύο Ζακύνθιων αγιογράφων. 1. Αλέξανδρος (αρχές 18ου αι.). Σώζονται διάφορα έργα του, μεταξύ των οποίων Η κοίμησις της Θεοτόκου (1717) στον ναό της Θεοτόκου της Κουντουνιώτισσας, στο χωριό Τραγιάκι της Ζακύνθου, Ο Σισώης ενώπιον του τάφου… …   Dictionary of Greek

  • καθήλωση — η (Α καθήλωσις) [καθηλώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καθηλώνω, η στερέωση με καρφιά, η προσήλωση, το κάρφωμα νεοελλ. η ακινητοποίηση, η συνεχής ή αναγκαστική παραμονή σε μια θέση, στάση ή κατεύθυνση (α. «καθήλωση στο κάθισμα» β. «καθήλωση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”